- ἐυκτίμενος
- ἐϋκτίμενος , ἐυκτίμενοςgood to dwell inmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εϋκτίμενος — ἐϋκτίμενος, η, ον (Α) 1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο» … Dictionary of Greek
εὐκτίμενον — ἐυκτίμενος good to dwell in masc acc sg ἐυκτίμενος good to dwell in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτιμένη — ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτιμένην — ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτιμένας — εὐκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc pl εὐκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτιμένας — ἐϋκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc pl (epic) ἐϋκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem gen sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτίμενον — ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in masc acc sg (epic) ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγακτιμένη — ἀγακτιμένη, η (Α) η πόλη που έχει χτιστεί καλά ή σε καλή τοποθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα + κτίμενος (πρβλ. ἐϋκτίμενος), μτχ. κάποιου αθέματου ρήματος *κτίμαι (πρβλ. αρχ. ινδ. αθέμ. ρ. kseti, ksivanti «κατοικεί, κατοικούν» και μυκην. ki ti je si =… … Dictionary of Greek
εΰκτιτος — ἐΰκτιτος, ον (Α) εϋκτίμενος* («πόλις ἐΰκτιτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ά κτιτος, που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά στον τύπο a ki ti to] … Dictionary of Greek
εύκτιστος — εὔκτιστος, ον, ποιητ. τ. ἐΰκτιστος, ον (Μ) εϋκτίμενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτιστός] … Dictionary of Greek